-
1 απάντηση
[апацдиси] ουσ. θ. ответ, возражение,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απάντηση
-
2 ответ
-а α.1. απάντηση• απόκριση•положительный ответ θετική απάντηση•
отрицательный ответ αρνητική απάντηση•
-ы на.вопросы απαντήσεις σε ερωτήματα•
меткий ответ εύστοχη (πετυχημένη) απάντηση•
ответ на письмо απάντηση σε επιστολή•
дай ответ απάντησε•
остроумный ответ έξυπνη απάντηση•
каков вопрос, таков и ответ τέτοια η ερώτηση, τέτοια και η απάντηση.
2. απήχηση, ανταπόκριση (για αισθήματα).3. (μαθ.) λύση•правильный ответ σωστή λύση.
4. λογοδοσία, λόγος•призвать к -у καλώ να δόσειλόγο (να λογοδοτήσει).
εκφρ.в ответ – σε απάντηση•быть в -е – είμαι υπεύθυνος•ни -а ни привета – ούτε φωνή ούτε ακρόαση. -
3 ответ
ответ м η απάντηση, η από κρίση' в \ответ... σε απάντηση...дать \ответ απαντώ* получить \ответ παίρνω απάντηση* * *мη απάντηση, η απόκρισηв отве́т … — σε απάντηση…
дать отве́т — απαντώ
получи́ть отве́т — παίρνω απάντηση
-
4 отповедь
-и θ.απάντηση (παρατήρησης, επίκρισης, αντίρρησης κ.τ.τ.) резкая отповедь ωμη απάντηση•достоиная отповедь απάντηση που αξίζει•
строгая отповедь αυστηρή (τσουχτερή) απάντηση.
-
5 задержать
задержать, задерживать 1) καθυστερώ; σταματώ (остановить) \задержать противника στα ματώ τον εχθρό \задержать ответ κα θυστερώ την απάντηση меня задержали με καθυστέρησαν 2) (арестовать) συλλαβαίνω, πιάνω 3) (приостановить) κρατώ \задержать дыхание κρατώ την αναπνοή \задержаться αργώ, καθυ στερώ; где вы так задержа лись? πού αργήσατε τόσο; Я немного задержусь θ' αργήσω λίγο* * *= задерживать1) καθυστερώ; σταματώ ( остановить)задержа́ть проти́вника — σταματώ τον εχθρό
задержа́ть отве́т — καθυστερώ την απάντηση
меня́ задержа́ли — με καθυστέρησαν
2) ( арестовать) συλλαβαίνω, πιάνω3) ( приостановить) κρατώзадержа́ть дыха́ние — κρατώ την αναπνοή
-
6 краткий
краткий в рази. знач. σύντομος· βραχύς· περιληπτικές (сжатый)' \краткий ответ η λακωνική απάντηση· \краткийое описание η σύντομη περιγραφή* * *в разн. знач.σύντομος; βραχύς; περιληπτικός ( сжатый)кра́ткий отве́т — η λακωνική απάντηση
кра́ткое описа́ние — η σύντομη περιγραφή
-
7 оплаченный
оплаченный πληρωμένος, εξοφλημένος* с \оплаченныйым ответом με πληρωμένη απάντηση* * *πληρωμένος, εξοφλημένοςс опла́ченным отве́том — με πληρωμένη απάντηση
-
8 отказ
отказ м η άρνηση· получить \отказ παίρνω αρνητική απάντηση* * *мη άρνησηполучи́ть отка́з — παίρνω αρνητική απάντηση
-
9 отклик
отклик м 1) (ответ) η ανταπόκριση, η απάντηση· η γνώμη (отзыв ) 2) прям., лерен. (резонанс) η απήχηση, η αντήχηση· получить широкий \отклик έχω (βρίσκω) πλατιά απήχηση* \отклики в печати η απήχηση στον τύπο* * *м2) прям., перен. ( резонанс) η απήχηση, η αντήχησηполучи́ть широ́кий о́тклик — έχω (βρίσκω) πλατιά απήχηση
о́тклики в печа́ти — η απήχηση στον τύπο
-
10 отрицательный
отрицательный αρνητικός·\отрицательный ответ η αρνητική απάντηση* * *отрица́тельный отве́т — η αρνητική απάντηση
-
11 положительный
положительный θετικός* ευνοϊκός (доброжелательный)' \положительный ответ η καταφατική απάντηση* * *θετικός, ευνοϊκός ( доброжелательный)положи́тельный отве́т — η καταφατική απάντηση
-
12 утвердительный
утвердительный καταφατικός; \утвердительный ответ η καταφατική απάντηση* * *утверди́тельный отве́т — η καταφατική απάντηση
-
13 ответ
ответм ἡ ἀπάντηση [-ις], ἡ ἀπόκριση[-ις]:остроу́мный \ответ ἡ εὔστοχη ἀπάντηση· давать \ответ ἀπαντῶ· ◊ держать \ответ δίνω λογο, ἀπολογοῦμαι· быть в \ответе εἶμαι ὑπεύθυνος, ὑπόλογος· привлекать кого-л. к \ответу ἐνάγω (или παραπέμπω) κάποιον στό δικαστήριο, ὑποβάλλω ἀγωγή· в \ответ он сказал... ἀπαντώντας είπε... -
14 отклик
-а α.1. απάντηση, απόκριση•кто там? никакого -а ποιος ειν εκεί; καμιά απάντηση.
|| κρίση• απόφαση. || απήχηση, αντίλαλος, ηχώ, αχός.2. μτφ. εντύπωση• αντίκτυπος•благоприятный отклик ευνοϊκή απήχηση.
|| πλθ. отклики-ов μτφ. απήχηση•-и на статью απήχηση του άρθρου•
-и в печати απήχηση στον τύπο.
-
15 отписка
-и θ.1. παλ. γραπτή απάντηση ή πληροφορία.2. απάντηση τυπική. -
16 задержка
1. (по времени) η (καθ)υστέ-ρησ/η, η επιβράδυνσηвследствие - и εξ' αιτίας της - ης, λόγω της -предотвращать - у προλαμβάνω/αποτρέπω την -(в эксплуатацию) - στην παράδοση για εκμετάλλευση/λειτουργίαвынужденная - αναγκαστική/υποχρεωτική -дополнительная - πρόσθετη/συμπληρωματική -ав. - της πτήσης2. (срабатывания механизма) το σταμάτημα, η (καθ)υστέρηση (εκκίνησης του μηχανισμού) 3. мед. η (καθ)υστέρηση, η κατακράτηση- мочи η κατακράτηση ούρων, η ανουρίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > задержка
-
17 ответ
η απάντησηη ανταπόκριση, η απόκρισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ответ
-
18 отзыв
1. (мнение, содержащее оценку чего-, кого-л) η κρίση, η γνώμη, η άποψη, η εκτίμηση, (рецензия) η κριτική 2. (ответ на что-л., отклик) η απάντηση, η ανταπόκριση 3. (посла, депутата и т.п.) η ανάκληση, η μετάκληση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отзыв
-
19 согласие
1. (положительный ответ на что-л.) η έγκριση, η θετική απάντηση, η συγκατάθεση, η συναίνεσηобщее - γενική -, ομόφωνη -2. (соглашение,взаимопонимание) η ομόνοια, η συμπό-νοια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > согласие
-
20 благоприятный
благоприятныйприл εὐμενής, εὐνοϊκός, αίσιος:\благоприятный момент ἡ κατάλληλη στιγμή; \благоприятный ответ ἡ εὐνοϊκή ἀπάντηση [-ις]; находиться в \благоприятныйых условиях βρίσκομαι ὁέ εὐνοϊκές συνθήκες.
См. также в других словарях:
απάντηση — η απόκριση (προφορική ή γραπτή): Δεν πήρα ακόμη απάντηση στην επιστολή μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απάντηση — η (AM ἀπάντησις, εως) απόκριση αρχ. μσν. συνάντηση αρχ. 1. συνοδεία, φρουρά 2. συζήτηση 3. επιμονή, σταθερότητα ενόψει αντίστασης … Dictionary of Greek
ἀπαντήσῃ — ἀπαντήσηι , ἀπάντησις escort fem dat sg (epic) ἀπαντάω move from aor subj mid 2nd sg (attic ionic) ἀπαντάω move from aor subj act 3rd sg (attic ionic) ἀπαντάω move from fut ind mid 2nd sg (attic doric ionic aeolic) ἀ̱παντήσῃ , ἀπαντάω move from… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαρτημένο ανακλαστικό — Όρος που υποδηλώνει τη δυνατότητα δημιουργίας περιβαλλοντολογικών συνθηκών, ικανών να ωθήσουν τα άτομα στην εκμάθηση μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς. Στην καθημερινότητα παρατηρούνται διάφορες μορφές συμπεριφοράς, στη βάση των οποίων… … Dictionary of Greek
ἀπαντήσηι — ἀπάντησις escort fem dat sg (epic) ἀπαντήσῃ , ἀπαντάω move from aor subj mid 2nd sg (attic ionic) ἀπαντήσῃ , ἀπαντάω move from aor subj act 3rd sg (attic ionic) ἀπαντήσῃ , ἀπαντάω move from fut ind mid 2nd sg (attic doric ionic aeolic) ἀ̱παντήσῃ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
αναπάντητος — η, ο (Α ἀναπάντητος, ον) [ἀπαντώ] νεοελλ. 1. αυτός που δεν πήρε απάντηση, που έμεινε χωρίς απάντηση 2. αυτός που δεν έδωσε ή δεν μπορεί να δώσει απάντηση, που αποστομώθηκε 3. αυτός, τον οποίο δεν συνάντησε ή δεν επιθυμεί κανείς να συναντήσει αρχ … Dictionary of Greek
μάθηση — Ο όρος με την ευρεία έννοια αναφέρεται στη διαδικασία μέσω της οποίας κάθε έμψυχο ov, από την αμοιβάδα έως τον άνθρωπο, προσαρμόζεται στο περιβάλλον και στις απαιτήσεις του, τροποποιώντας το με τη σειρά του, για να αντλήσει τα μεγαλύτερα οφέλη… … Dictionary of Greek
μαντείο — Ο τόπος όπου κατά την αρχαιότητα πιστευόταν ότι επικοινωνούσε ο θεός με τον άνθρωπο και εξέφραζε τη θέλησή του με χρησμό. Ο θεός επιδοκίμαζε ή αποδοκίμαζε μια πράξη του παρελθόντος, προειδοποιούσε για ένα μελλοντικό γεγονός ή συμβούλευε για την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek